τσατίζω

τσατίζω
και τσαντίζω Ν
1. πειράζω κάποιον και τόν κάνω να θυμώσει, τόν εκνευρίζω
2. ενοχλώ ερωτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. catişmak «συγκρούομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσατίζω — (λ. τουρκ.), τσάτισα, τσατίστηκα, τσατισμένος 1. πειράζω με ερωτόλογα. 2. πειράζω, προσβάλλω, ερεθίζω, εξοργίζω: Με τσάτισε με τα λόγια του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσάτισμα — και τσάντισμα, το, Ν [τσατίζω / τσαντίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσατίζω …   Dictionary of Greek

  • τσαντίζω — Ν βλ. τσατίζω …   Dictionary of Greek

  • τσατίλα — και τσαντίλα, η, Ν εκνευρισμός, θυμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσατίζω / τσαντίζω + κατάλ. ίλα (πρβλ. σκασ ίλα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”